παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση … Dictionary of Greek
παραλλάξη — παράλλαξις alternation fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλλάξῃ — παραλλάξηι , παράλλαξις alternation fem dat sg (epic) παραλλάσσω cause to alternate aor subj mid 2nd sg παραλλάσσω cause to alternate aor subj act 3rd sg παραλλάσσω cause to alternate fut ind mid 2nd sg παραλλάσσω cause to alternate aor subj mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμική παράλλαξη — Επαναληπτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της απόστασης και της μάζας ενός οπτικά διπλού αστέρα, συνήθως από μετρήσεις της τροχιακής περιόδου Ρ (σε χρόνια) και του φαινόμενου μέσου τροχιακού μεγέθους (l’’) και εκτίμηση της μάζας… … Dictionary of Greek
απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος … Dictionary of Greek
παραλλάξηι — παράλλαξις alternation fem dat sg (epic) παραλλάξῃ , παραλλάσσω cause to alternate aor subj mid 2nd sg παραλλάξῃ , παραλλάσσω cause to alternate aor subj act 3rd sg παραλλάξῃ , παραλλάσσω cause to alternate fut ind mid 2nd sg παραλλάξῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οριζόντιος — α, ο [ορίζοντας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορίζοντα 2. αυτός που είναι παράλληλος προς τον ορίζοντα 3. φρ. α) «οριζόντια διάθλαση» αστρον. η διάθλαση τών φωτεινών ακτίνων που παρατηρείται για ένα ουράνιο σώμα τη στιγμή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
παραλλακτικός — ή, ό / παραλλακτικός, ή, όν, ΝΑ [παραλλάσσω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλλαξη ή αυτός που αρμόζει στην παράλλαξη νεοελλ. φρ. α) «παραλλακτικό βάθρο» ειδικός τρόπος στήριξης διόπτρας ή τηλεσκοπίου για αστρονομικές παρατηρήσεις για να… … Dictionary of Greek
παρσέκ — Μονάδα μέτρησης των αποστάσεων στην αστρονομία ίση με 206.265 αστρονομικές μονάδες, που αντιστοιχεί με 30,857.1012 χλμ. Συμβολίζεται διεθνώς με pc και είναι το αντίστροφο μέγεθος της ετήσιας παράλλαξης. Έτσι, στην απόσταση των 1Opc αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek